Στις 10.00 ήταν εκεί. Και στις 11.00 ήταν εκεί. Και στις 12.00 εκεί θα
‘ναι. Τον βλέπεις. Το στίγμα του. Τα likes που «χτυπάει» σε φίλους και
γνωστούς. Τα βίντεο που ποστάρει. Τα σκορ και τις πίστες που περνάει τη
μία μετά την άλλη. Bubble Witch Saga 68, Bubble Witch Saga 69, χαρίζει
«ζωούλες», βοηθάει στην «ανοικοδόμηση» κάστρων στο Castleville, στέλνει
«καλημέρες».
Για λίγο χάνεται. Μπορεί να τσεκάρει τα e-mails του, κάποια απάντηση, ίσως, από τα εξακόσια βιογραφικά που έστειλε, αλλά τίποτα.
Σε βλέπει κι εκείνος. Like από ‘δω, like κι από εκεί, like και παραπέρα. Μόνο likes. Δεν σου μιλάει. Φοβάται. Δύο πράγματα: μην του ζητήσεις δουλειά, ακόμη και ένα «έχε με στο νου σου», τον τρομοκρατεί και μετά να παραδεχτεί ότι είναι κι εκείνος άνεργος. Δεν έχει σημασία που οι άλλοι 450 φίλοι του στο Face είναι άνεργοι ή απλήρωτοι ή και τα δύο ή ακόμη χειρότερα δουλεύουν απλήρωτοι για μήνες. Όχι. Όταν το παραδέχεται φωναχτά, για την ακρίβεια γραπτά, - ένα μήνυμα στο inbox είναι κάτι που μπορεί να μη διαγράψεις και ποτέ -, πονάει περισσότερο.
Και μετά είναι και οι πιθανές απαντήσεις του παραλήπτη σε μία τέτοια παραδοχή. «Υπομονή», «κουράγιο», «κάτι θα γίνει», «κι αυτό θα περάσει», «ο καλός δεν χάνεται» είναι ατάκες λοβοτομής. Και μετά όλα εκείνα τα "πιλάφια" αυτοβοήθειας για ανέργους, όλα εκείνα τα spam mail για «ημέρες καριέρας», «σεμινάρια δημιουργητικότητας», «δεύτερες ευκαιρίες»...Τα έχει ακούσει όλα τόσες φορές, όταν τα βλέπει και γραμμένα, ζαλίζεται, ανακατεύεται, δεν θέλει.
Γιατί μπαίνει; Γιατί μένει τόσες ώρες; Για να μη νιώθει μόνος; Αφού φοβάται. Δεν θέλει επαφές. Δεν πειράζει. Ο κόσμος εξακολουθεί να κινείται στην μπάρα κύλισης του Face. Κάτι είναι κι αυτό. Η ελπίδα σε κόκκινα τετραγωνάκια στα «μηνύματα», στις «ειδοποιήσεις» και στα “friend requests”.
Δεν είναι ότι κατασκοπεύει παλιούς φίλους, γνωστούς και συναδέλφους, δεν είναι επιλογή, του ‘γινε, όμως, συνήθεια. Παλιά, ξυπνούσε, έπινε καφέ, ντυνόταν βιαστικά και έφευγε για δουλειά. Τώρα λείπουν τα δύο τελευταία και κρατιέται από τις ζωές των άλλων που όσο πάει, όμως, μοιάζουν με τη δική του.
Προσπαθεί να μην απελπίζεται, να μη «σκαλώνει» σε ηλίθιες συμβουλές, - «βγες, ντύσου, πήγαινε μια βόλτα!»- (πού να πάει, μεγάλε μου, πόσες βόλτες να πάει πια, πόσο να γυρίσει και με τι λεφτά;), προσπαθεί να βρει κάτι ατακαδόρικο να ποστάρει, που, όμως, να ‘ναι και ανώδυνο, μην ανοίξει μεγάλο πατιρντί στα σχόλια, μην εκτεθεί, μην υπάρξει χαραμάδα να δουν οι άλλοι στη ζωή του.
Κάποιες μέρες μελαγχολεί, «ανεβάζει» τραγούδια απ’ το "You Tube" το ένα «καπάκι» με τ’ άλλο, πεθαίνει – καίγεται για λίγα likes παραπάνω, αποδοχή το λένε στην κανονική ζωή και εκεί άμα δεν την έχει πάντα, μπορεί και σκασίλα του, εδώ τον πειράζει, τον ενοχλεί, πότε πότε τον εξαγριώνει.
Άλλες μέρες, έχει κέφια, κάνει σχόλια, γράφει κατεβατά, νιώθει ότι συμμετέχει, μαθαίνει νέα και μετά ένα σχόλιο, ένα άθλιο emoticon αποδοκιμασίας μέσα στον μικρόκοσμο του ψηφιακού Χουλκ, τον γκρεμίζει απ’ την καρέκλα. Το δωμάτιο του πέφτει στενό, ξεφυσάει, γελάει με τον εαυτό του που τον ρίχνουν πράγματα που παλιότερα θα τα ξέχναγε στο επόμενο λεπτό, τώρα τα βλέπει «κρεμασμένα» στον «τοίχο» του και πρέπει να φανεί και γενναίος, να μην τα σβήσει.
Τον βλέπεις. Διαβάζει άρθρα, πηδάει από το ένα site στο άλλο, βιάζεται να «σβήσει» από το timeline του τα σκορ από τα παιχνίδια που έπαιξε, από τα καμένα groups που μπήκε από περιέργεια, μην προλάβει κανείς να μαντέψει πόσες άδειες ώρες γεμίζουν ένα δικό του 24ωρο «χωρίς προφανές αντικείμενο απασχόλησης», μαθαίνει νέα, η μία γέννησε, ο άλλος αρρώστησε, κάποιος πέθανε, κάποιος μπετόβλακας «κλαίει» διαδικτυακά κάποιον που δεν γνώρισε ποτέ.
Αλλάζει και ξαναλλάζει τη φωτογραφία του προφίλ του, τη διορθώνει, ανεβάζει παλμούς, όταν το “unfriend finder” του φτύνει στο πρόσωπο πόσοι του άδειασαν τη γωνιά σήμερα, τσακίζεται να καταλάβει αν τον «ξέκαναν» από φίλο ή απλώς, έκαναν κάτι που εκείνος κωλώνει: έσβησαν το προφίλ τους.
Η μέρα τελειώνει, κι αυτή η μέρα τελειώνει, θυμάται τη Ζατέλλη που σε μια συνέντευξη της έλεγε ότι «οι μέρες περνάνε, οι ώρες δεν περνάνε», κοιτάει δυο πτυχία κορνιζαρισμένα στον πραγματικό του τοίχο, φωτογραφίες από γραφεία που πέρασε, δουλειές που δούλεψε, συνάδελφοι, τι να ‘γιναν όλοι αυτοί;
«Περνάνε, όπως περνάω; Μαζεύουν στα κρυφά απλήρωτους λογαριασμούς από το γραμματοκιβώτιο και χάνονται στα κλεφτά στην εσωτερική σκάλα για να μην πέσουν μούρη με μούρη με τη διαχειρίστρια;».
Αν δεν ντρεπόταν, αν ήξερε πώς να μην ντρέπεται, ένας Θεός ξέρει ΓΙΑΤΙ ντρέπεται, θα σκανάριζε κανά δυο τέτοια και θα τα ‘τριβε στη μούρη της «φίλης» που ακόμη ανεβάζει φωτογραφίες από ακρογιαλιές και δειλινά με λεζάντες “halara potakia stin Oia” και 846 likes από κάτω. Δεν θα το κάνει, εννοείται.
Αυτό που ζει, δεν επιδέχεται ούτε share ούτε comments. Και όχι, δεν ζηλεύει. Και είναι ακόμη δυνατός. Για πόσο – ακόμη – δεν ξέρει. Θα το μάθει αύριο. Ανοίγοντας κόκκινα τετραγωνάκια ειδοποιήσεων και πληκτρολογώντας άγκιστρα και τριάρια σε όσους τον θυμούνται. Για ώρες. Για όλη τη μέρα. Μπροστά στο Facebook.
Για λίγο χάνεται. Μπορεί να τσεκάρει τα e-mails του, κάποια απάντηση, ίσως, από τα εξακόσια βιογραφικά που έστειλε, αλλά τίποτα.
Σε βλέπει κι εκείνος. Like από ‘δω, like κι από εκεί, like και παραπέρα. Μόνο likes. Δεν σου μιλάει. Φοβάται. Δύο πράγματα: μην του ζητήσεις δουλειά, ακόμη και ένα «έχε με στο νου σου», τον τρομοκρατεί και μετά να παραδεχτεί ότι είναι κι εκείνος άνεργος. Δεν έχει σημασία που οι άλλοι 450 φίλοι του στο Face είναι άνεργοι ή απλήρωτοι ή και τα δύο ή ακόμη χειρότερα δουλεύουν απλήρωτοι για μήνες. Όχι. Όταν το παραδέχεται φωναχτά, για την ακρίβεια γραπτά, - ένα μήνυμα στο inbox είναι κάτι που μπορεί να μη διαγράψεις και ποτέ -, πονάει περισσότερο.
Και μετά είναι και οι πιθανές απαντήσεις του παραλήπτη σε μία τέτοια παραδοχή. «Υπομονή», «κουράγιο», «κάτι θα γίνει», «κι αυτό θα περάσει», «ο καλός δεν χάνεται» είναι ατάκες λοβοτομής. Και μετά όλα εκείνα τα "πιλάφια" αυτοβοήθειας για ανέργους, όλα εκείνα τα spam mail για «ημέρες καριέρας», «σεμινάρια δημιουργητικότητας», «δεύτερες ευκαιρίες»...Τα έχει ακούσει όλα τόσες φορές, όταν τα βλέπει και γραμμένα, ζαλίζεται, ανακατεύεται, δεν θέλει.
Γιατί μπαίνει; Γιατί μένει τόσες ώρες; Για να μη νιώθει μόνος; Αφού φοβάται. Δεν θέλει επαφές. Δεν πειράζει. Ο κόσμος εξακολουθεί να κινείται στην μπάρα κύλισης του Face. Κάτι είναι κι αυτό. Η ελπίδα σε κόκκινα τετραγωνάκια στα «μηνύματα», στις «ειδοποιήσεις» και στα “friend requests”.
Δεν είναι ότι κατασκοπεύει παλιούς φίλους, γνωστούς και συναδέλφους, δεν είναι επιλογή, του ‘γινε, όμως, συνήθεια. Παλιά, ξυπνούσε, έπινε καφέ, ντυνόταν βιαστικά και έφευγε για δουλειά. Τώρα λείπουν τα δύο τελευταία και κρατιέται από τις ζωές των άλλων που όσο πάει, όμως, μοιάζουν με τη δική του.
Προσπαθεί να μην απελπίζεται, να μη «σκαλώνει» σε ηλίθιες συμβουλές, - «βγες, ντύσου, πήγαινε μια βόλτα!»- (πού να πάει, μεγάλε μου, πόσες βόλτες να πάει πια, πόσο να γυρίσει και με τι λεφτά;), προσπαθεί να βρει κάτι ατακαδόρικο να ποστάρει, που, όμως, να ‘ναι και ανώδυνο, μην ανοίξει μεγάλο πατιρντί στα σχόλια, μην εκτεθεί, μην υπάρξει χαραμάδα να δουν οι άλλοι στη ζωή του.
Κάποιες μέρες μελαγχολεί, «ανεβάζει» τραγούδια απ’ το "You Tube" το ένα «καπάκι» με τ’ άλλο, πεθαίνει – καίγεται για λίγα likes παραπάνω, αποδοχή το λένε στην κανονική ζωή και εκεί άμα δεν την έχει πάντα, μπορεί και σκασίλα του, εδώ τον πειράζει, τον ενοχλεί, πότε πότε τον εξαγριώνει.
Άλλες μέρες, έχει κέφια, κάνει σχόλια, γράφει κατεβατά, νιώθει ότι συμμετέχει, μαθαίνει νέα και μετά ένα σχόλιο, ένα άθλιο emoticon αποδοκιμασίας μέσα στον μικρόκοσμο του ψηφιακού Χουλκ, τον γκρεμίζει απ’ την καρέκλα. Το δωμάτιο του πέφτει στενό, ξεφυσάει, γελάει με τον εαυτό του που τον ρίχνουν πράγματα που παλιότερα θα τα ξέχναγε στο επόμενο λεπτό, τώρα τα βλέπει «κρεμασμένα» στον «τοίχο» του και πρέπει να φανεί και γενναίος, να μην τα σβήσει.
Τον βλέπεις. Διαβάζει άρθρα, πηδάει από το ένα site στο άλλο, βιάζεται να «σβήσει» από το timeline του τα σκορ από τα παιχνίδια που έπαιξε, από τα καμένα groups που μπήκε από περιέργεια, μην προλάβει κανείς να μαντέψει πόσες άδειες ώρες γεμίζουν ένα δικό του 24ωρο «χωρίς προφανές αντικείμενο απασχόλησης», μαθαίνει νέα, η μία γέννησε, ο άλλος αρρώστησε, κάποιος πέθανε, κάποιος μπετόβλακας «κλαίει» διαδικτυακά κάποιον που δεν γνώρισε ποτέ.
Αλλάζει και ξαναλλάζει τη φωτογραφία του προφίλ του, τη διορθώνει, ανεβάζει παλμούς, όταν το “unfriend finder” του φτύνει στο πρόσωπο πόσοι του άδειασαν τη γωνιά σήμερα, τσακίζεται να καταλάβει αν τον «ξέκαναν» από φίλο ή απλώς, έκαναν κάτι που εκείνος κωλώνει: έσβησαν το προφίλ τους.
Η μέρα τελειώνει, κι αυτή η μέρα τελειώνει, θυμάται τη Ζατέλλη που σε μια συνέντευξη της έλεγε ότι «οι μέρες περνάνε, οι ώρες δεν περνάνε», κοιτάει δυο πτυχία κορνιζαρισμένα στον πραγματικό του τοίχο, φωτογραφίες από γραφεία που πέρασε, δουλειές που δούλεψε, συνάδελφοι, τι να ‘γιναν όλοι αυτοί;
«Περνάνε, όπως περνάω; Μαζεύουν στα κρυφά απλήρωτους λογαριασμούς από το γραμματοκιβώτιο και χάνονται στα κλεφτά στην εσωτερική σκάλα για να μην πέσουν μούρη με μούρη με τη διαχειρίστρια;».
Αν δεν ντρεπόταν, αν ήξερε πώς να μην ντρέπεται, ένας Θεός ξέρει ΓΙΑΤΙ ντρέπεται, θα σκανάριζε κανά δυο τέτοια και θα τα ‘τριβε στη μούρη της «φίλης» που ακόμη ανεβάζει φωτογραφίες από ακρογιαλιές και δειλινά με λεζάντες “halara potakia stin Oia” και 846 likes από κάτω. Δεν θα το κάνει, εννοείται.
Αυτό που ζει, δεν επιδέχεται ούτε share ούτε comments. Και όχι, δεν ζηλεύει. Και είναι ακόμη δυνατός. Για πόσο – ακόμη – δεν ξέρει. Θα το μάθει αύριο. Ανοίγοντας κόκκινα τετραγωνάκια ειδοποιήσεων και πληκτρολογώντας άγκιστρα και τριάρια σε όσους τον θυμούνται. Για ώρες. Για όλη τη μέρα. Μπροστά στο Facebook.