Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Ποιοι θα προστατευθούν με το νέο νόμο περί πλειστηριασμών



Τη δημιουργία ενός νέου πλέγματος προστασίας με το οποίο θα καλύπτεται η πρώτη κατοικία και των εχόντων πτωχευτική ικανότητα, δηλαδή των εμπόρων, εξετάζει η κυβέρνηση προκειμένου να «κλείσει» το μείζον θέμα της άρσης απαγόρευσης των πλειστηριασμών.
Μετά τη δεδηλωμένη βούληση του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά και του αντιπροέδρου της
κυβέρνησης και υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Βενιζέλου για την παύση της οριζόντιας προστασίας των κύριων ή μοναδικών κατοικιών των δανειοληπτών που οφείλουν έως και 200.000 ευρώ από τον εκπλειστηριασμό τους, κάτι το οποίο έχει προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση σε χιλιάδες δανειολήπτες, η κυβέρνηση αναζητεί μία οδό διαφυγής μέσω της οποίας και οι πλειστηριασμοί θα επιτρέπονται και οι τελικές εντυπώσεις στην κοινή γνώμη αλλά και σε μερίδα δανειοληπτών θα είναι θετικές.
Κρίνοντας ότι το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο- τόσο με το ν. 3869/2010 (νόμος Κατσέλη) όσο και με τη βελτιωμένη έκδοσή του μέσω του πρόσφατου νόμου 4161/2013- είναι επαρκές για την προστασία των πραγματικά οικονομικά αδυνάτων, η κυβέρνηση σχεδιάζει να εισαγάγει νομοθετική πρωτοβουλία βάσει της οποίας θα προβλέπεται ότι από τον πλειστηριασμό της πρώτης κατοικίας μπορούν να εξαιρεθούν και οι έχοντες πτωχευτική ικανότητα, οι οποίοι διατηρούν στο όνομά τους την πρώτη ή μοναδική κατοικία τους. Πρόκειται ουσιαστικά για τις χιλιάδες των μικροεμπόρων και εν γένει μικρομεσαίων επιχειρηματιών, που εξαιτίας της κρίσης εξαναγκάστηκαν στο κλείσιμο των επιχειρήσεών τους, τώρα απειλούνται και με την απώλεια της κύριας κατοικίας τους.



Η εφαρμογή του συγκεκριμένου ελιγμού, εκτός της επικοινωνιακής άμβλυνσης των εντυπώσεων, εκτιμάται ότι θα έχει και πραγματικό όφελος για χιλιάδες δανειολήπτες πρώην ή νυν μικροεπιχειρηματίες, οι οποίοι θα απαλλαγούν από την επαπειλούμενη απώλεια των πρώτων κατοικιών τους. Πέραν αυτού, η ένταξή τους σε καθεστώς προστασίας, όπως ισχύει για τα φυσικά πρόσωπα, δημιουργεί και συνθήκες για την επανεκκίνηση της επιχειρηματικότητας, καθότι θα επιτευχθεί ο απεγκλωβισμός τους από το άχθος της απώλειας του σπιτιού τους. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, για την υπαγωγή αυτής της κατηγορίας των δανειοληπτών στα μέτρα προστασίας της πρώτης κατοικίας θα ισχύσουν συγκεκριμένα κριτήρια, τα οποία, αν και ακόμη δεν έχουν προσδιοριστεί, θεωρείται δεδομένο ότι θα σχετίζονται με το ύψος των πιθανών καταθέσεων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που θα έχουν στην κατοχή τους. Βασική επίσης παράμετρος θεωρείται και ο κύκλος εργασιών της επιχείρησης και το εισόδημα του δανειολήπτη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ένταξη και των εχόντων πτωχευτική ικανότητα υπό συγκεκριμένες συνθήκες στις ρυθμίσεις των νόμου 3869/2010 είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει το κυβερνητικό επιτελείο από τις αρχές του περασμένου έτους.

«Οχι» σε άλλες παρεμβάσεις

Η άρση αναστολής εκτέλεσης των πλειστηριασμών, όπως αναφέρθηκε την περασμένη Πέμπτη από τους επικεφαλής της κυβέρνησης, θα πραγματοποιηθεί με γνώμονα την προστασία των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Αν και η αναφορά αυτή εκλήφθηκε ως πρόθεση της κυβέρνησης να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία των οικονομικά αδυνάτων, στελέχη του οικονομικού επιτελείου ξεκαθαρίζουν ότι κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να αναμένεται, διότι το υφιστάμενο πλαίσιο που ορίζεται από τους νόμους 3869/2010 και 4161/2013 είναι υπέρ το δέον προστατευτικό για όσους έχουν πραγματική αδυναμία. Υποστηρίζουν, μάλιστα, ότι η εφαρμογή αυτών των νομοθετημάτων αποτελεί από μόνη της ισχυρή ασπίδα προστασίας για τους οικονομικά αδύναμους, διαμηνύοντας ότι και με την άρση της αναστολής των πλειστηριασμών όσοι έχουν πραγματικό πρόβλημα, δεν έχουν λόγο να ανησυχούν για την απώλεια της πρώτης ή μοναδικής τους κατοικίας.
Αντιθέτως, όπως αναφέρουν, πρόβλημα θα αντιμετωπίσουν όσοι καταχρηστικώς δεν εξυπηρετούν, αν και μπορούν, τις δανειακές τους υποχρεώσεις, καλυπτόμενοι από την οριζόντια αναστολή πλειστηριασμού της πρώτης κατοικίας τους. 

Υπαγωγή στο Ν. 3869/2010

Σύμφωνα με την κυβέρνηση, όσοι δεν μπορούν να αξιοποιήσουν τις προαναφερθείσες ρυθμίσεις μπορούν να καταφύγουν στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Στο νόμο μπορούν να υπαχθούν μόνο φυσικά πρόσωπα, εξαιρούνται δηλαδή τα νομικά πρόσωπα (σωματεία, εταιρείες, ιδρύματα, συνεταιρισμοί). Ειδικότερα, μπορούν να υπαχθούν ο οφειλέτης, ο κληρονόμος του οφειλέτη, ο εγγυητής και ο συνοφειλέτης. Στις ρυθμίσεις του νόμου δεν υπάγονται όσοι έχουν πτωχευτική ικανότητα, δηλαδή όσοι είναι έμποροι, ανεξαρτήτως του αν τα χρέη τους είναι προσωπικά ή εμπορικά.
Ο νόμος αφορά όλα τα χρέη με εξαίρεση οφειλές από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, οφειλές από φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και εισφορές προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. Δεν υπάγονται επίσης σε ρύθμιση οφειλές που έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν από την υποβολή της αίτησης ρύθμισης. Στην τελευταία, δηλαδή, περίπτωση ο οφειλέτης, εφόσον επιθυμεί να ρυθμίσει κι αυτές τις οφειλές θα πρέπει να περιμένει να παρέλθει ένα έτος από τότε που αναλήφθηκαν για να υποβάλει την αίτηση. Ο οφειλέτης, για να υπαχθεί σε ρύθμιση, θα πρέπει να έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών. Προϋπόθεση να μην έχει συμβεί αυτό δόλια.
Για τη ρύθμιση των χρεών μπορεί να επιδιωχθεί και εξωδικαστικός συμβιβασμός, ωστόσο αν αποτύχει, η ρύθμιση των χρεών γίνεται δικαστικά. Σ’ αυτή την περίπτωση το δικαστήριο ελέγχει κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί τη συνδρομή των προϋποθέσεων για τη ρύθμιση των χρεών. Εφόσον υφίστανται οι προϋποθέσεις για ρύθμιση, ο οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών μέρος του εισοδήματός του στους πιστωτές. Το ύψος των μηνιαίων καταβολών καθορίζεται από το δικαστήριο.
Στην περίπτωση που ο οφειλέτης δεν έχει τη δυνατότητα να καταβάλει κανένα ποσό ή μπορεί να καταβάλει ελάχιστα για την εξόφληση των χρεών, το δικαστήριο ορίζει πολύ μικρό ποσόν για καταβολή στους πιστωτές αν το εισόδημα ή η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη δεν επιτρέπουν μεγαλύτερο. Μπορεί όμως ακόμη να απαλλάξει τον οφειλέτη από την υποχρέωση καταβολής ενός ποσού, ιδίως αν αυτός είναι άνεργος ή έχει σοβαρά προβλήματα υγείας ή δεν έχει επαρκές εισόδημα. Το δικαστήριο επανεξετάζει στις περιπτώσεις αυτές έπειτα από 6 περίπου μήνες την κατάσταση.
Σε ό,τι αφορά την ακίνητη περιουσία του οφειλέτη, αυτή ρευστοποιείται από το σύνδικο που ορίζει το δικαστήριο για να πληρωθούν χρέη προς τους πιστωτές. Ωστόσο, ο οφειλέτης μπορεί να εξαιρέσει και να σώσει από τη ρευστοποίηση την ιδιόκτητη κύρια κατοικία του, εφόσον αυτή δεν υπερβαίνει σε εμβαδόν το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό. Προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι να αναλάβει ο οφειλέτης με το μέσο επιτόκιο ενός στεγαστικού δανείου, για χρονικό διάστημα που μπορεί να φθάνει μέχρι 20 έτη την εξυπηρέτηση χρέους που αντιστοιχεί στο 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας. Αν δεν τηρήσει την εξυπηρέτηση αυτού του χρέους, προχωρούν οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης (πλειστηριασμός του ακινήτου). Οταν ο οφειλέτης κατοικεί ή διαμένει σε ξένο ακίνητο και ο/η σύζυγός αυτού δεν διαθέτει ακίνητο με χρήση κατοικίας, τότε δίνεται η δυνατότητα να εξαιρεθεί της ρευστοποίησης και το μοναδικό ακίνητο του οφειλέτη.
Αν κατά τη διάρκεια της τετραετούς περιόδου ρύθμισης το εισόδημα του οφειλέτη αυξηθεί, αυτός υποχρεούται να το γνωστοποιήσει μέσα σε ένα μήνα στη γραμματεία του δικαστηρίου και στους πιστωτές του. Αν δεν το κάνει, κινδυνεύει να εκπέσει από τη ρύθμιση και να αναβιώσουν όλα τα χρέη. Ο οφειλέτης αν είναι άνεργος, οφείλει να προσπαθεί να βρει μία κατάλληλη εργασία. Η καταβολή προσπάθειας για την ανεύρεση εργασίας τεκμαίρεται πάντως με την εγγραφή στους οικείους καταλόγους του ΟΑΕΔ ή όταν ο οφειλέτης έχει κάρτα ανεργίας και εφόσον δεν έχει αποκρούσει αδικαιολόγητα πρόταση του Οργανισμού για εργασία.

Εξεταζόμενα κριτήρια της πρώτης κατοικίας 

1. Πενταετής προστασία της κύριας κατοικίας. Κάθε χρόνο θα απελευθερώνονται προς πλειστηριασμό ακίνητα των ετών που έπονται του 2008. Για παράδειγμα, το 2015 θα βγουν σε πλειστηριασμό τα ακίνητα του 2009.

2. Ανεξόφλητο ποσό του δανείου: διαφορετική αντιμετώπιση π.χ. αν έχει εξοφληθεί το 50% της οφειλής ή αν έχουν καταβληθεί μόλις δύο δόσεις.
3. Αντικειμενική αξία: πιθανή μείωση των ορίων που ισχύουν σήμερα. Προϋπόθεση για την προστασία της κύριας κατοικίας είναι η αντικειμενική αξία του ακινήτου να μην υπερβαίνει το αφορολόγητο όριο πρώτης κατοικίας (200.000 ευρώ) προσαυξημένο κατά 50% (για άγαμο 300.000 ευρώ, για έγγαμο ζευγάρι 375.000 ευρώ και για κάθε παιδί 25.000 ευρώ, με απώτατο όριο 450.000 ευρώ).
4. Κοινωνικά κριτήρια: διατηρείται το «δίχτυ» προστασίας στις ευπαθείς ομάδες (άνεργοι, πολύτεκνοι, τρίτεκνοι, χρονίως πάσχοντες και πιθανότατα των ατόμων με πολύ χαμηλά εισοδήματα).
5. Καθιέρωση έννοιας «συνεργάσιμου δανειολήπτη».
6. Καθιέρωση του «ελάχιστου αποδεκτού ορίου διαβίωσης».  

Η πενταετής ιστορία των αναστολών 

Το πρώτο πάγωμα των πλειστηριασμών για οφειλές έως και 200.000 ευρώ ίσχυσε το 2009, με απόφαση του τότε υπουργού Οικονομικών, Γιάννη Παπαθανασίου.
Οι συνθήκες κρίσης που επέβαλαν την απαγόρευση εντάθηκαν το επόμενο έτος, με αποτέλεσμα κάθε χρόνο έως και τον Ιανουάριο να ανανεώνεται η απαγόρευση, είτε για έξι μήνες είτε για ένα έτος.
Η φετινή αναστολή ισχύει έως και τις 31 Δεκεμβρίου, όπου, σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα, είναι και η τελευταία.
Η έλευση της κρίσης, όμως,  δημιούργησε την ανάγκη για τη δημιουργία ενός πλέγματος προστασίας των υπερχρεωμένων δανειοληπτών, το οποίο θεσπίστηκε το 2010 με το νόμο 3869/2010 γνωστού και νόμου Κατσέλη, συντάκτης του οποίου ήταν ο τότε γενικός γραμματέας Καταναλωτή, Δημήτρης Σπυράκος. Κατά κοινή ομολογία, ο ν. 3869/2010 αποτέλεσε ένα καινοτόμο νομοθετικό εργαλείο για τα δεδομένα της χώρας μας. Εως αυτή τη στιγμή, έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του περίπου 45.000 νοικοκυριά.
Συνέχεια στην καινοτομία έδωσε και ο νυν γ.γ. Καταναλωτή, Γιώργος Στεργίου, ο οποίος με στοχευμένες τροποποιήσεις που υπαγορεύθηκαν από την εμπειρία εφαρμογής του νόμου και που εισήχθησαν στο ν. 4161/2013, κατέστησε το ν. 3869/2010 πιο χρηστικό στις σημερινές συνθήκες.
Θεσμοθετείται το ελάχιστο αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης
▼Στον αντίποδα της μη λήψης επιπλέον προστατευτικών μέτρων για τους πραγματικά οικονομικά αδύναμους, το υπουργείο Ανάπτυξης προτίθεται να προχωρήσει στον καθορισμό του «ελάχιστου αποδεκτού επιπέδου διαβίωσης» και στον ορισμό του «συνεργαζόμενου δανειολήπτη», ορισμοί που εκτιμάται ότι θα προστατεύουν σε ένα βαθμό τους δανειολήπτες έναντι των πιστωτών τους. Μάλιστα, την περασμένη Παρασκευή πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στο υπουργείο Ανάπτυξης με τη συμμετοχή του προέδρου της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) Ανδρέα Γεωργίου.
Για τον καθορισμό του «ελάχιστου αποδεκτού επιπέδου διαβίωσης» θα λαμβάνονται υπόψη οι μηνιαίες δαπάνες ενός ατόμου ή νοικοκυριού για σίτιση, στέγαση, μεταφορά, ένδυση - υπόδηση κ.ο.κ., δηλαδή η κάλυψη των απολύτως απαραίτητων αναγκών. Το άθροισμα των δαπανών αυτών θα αφαιρείται από το συνολικό διαθέσιμο μηνιαίο εισόδημα και το υπόλοιπό του θα κρίνεται ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αποπληρωμή των δανεικών υποχρεώσεων του ατόμου ή του νοικοκυριού. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις το «ελάχιστο αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης» για μια τετραμελή οικογένεια στην Ελλάδα συζητείται να καθοριστεί στα περίπου 1.050 ευρώ μηνιαίως.
Σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο, «συνεργαζόμενος δανειολήπτης» θα κρίνεται αυτός που με βάση το υπολειπόμενο εισόδημά του, θα προσπαθεί να βρει τρόπο συμβιβασμού με τους πιστωτές τους. Ωστόσο, αν οι πιστωτές του αρνούνται την οποιαδήποτε διευκόλυνση, μοιραία, η υπόθεση θα καταλήγει στη δικαιοσύνη, όπου ο «συνεργαζόμενος δανειολήπτης», όπως αναφέρεται από το οικονομικό επιτελείο, θα έχει την επιείκεια του δικαστηρίου.
Τόσο το «ελάχιστο αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης» όσο και ο «συνεργαζόμενος δανειολήπτης» δεν πρόκειται να θεσμοθετηθούν. Απλώς οι ορισμοί αυτοί θα επιδιωχθεί να αποτελέσουν ένα είδους εθιμικού δικαίου.
Παράλληλα με τα παραπάνω, στους στόχους του οικονομικού επιτελείου είναι η διεύρυνση των ορίων για όσους υπαχθούν στο πρόγραμμα της τετραετούς διευκόλυνσης αποπληρωμής των ενήμερων και ενυπόθηκων δανείων του ν. 4161/2013. Σύμφωνα με στελέχη του υπουργείου, κατά την έλευση της τρόικας θα τεθεί θέμα επαναδιαπραγμάτευσης κυρίως ως προς το όριο του ανεξόφλητου ποσού, το οποίο από τις 150.000 ευρώ που είναι σήμερα, να ανέλθει στις 180.000 ευρώ.