Κάποτε
φτιάχτηκε ένα Τεράστιο πλοίο που χώρεσε μέσα 500 χιλιάδες επιβάτες.
Είχε δεν την δυνατότητα να χωρέσει άλλο ένα 1000000 επιβάτες και αν θα
χρειαζόταν με μερικές προσθήκες θα χώραγε ακόμα περισσότερους. Ξεκίνησε
το ταξίδι του και όλα ήταν υπέροχα. Ο καιρός πρίμα, ο
καπετάνιος ανεπανάληπτος και το καμάρι του πλοίου, το προσωπικό άψογο, οι επιβάτες όλο διάθεση, χαρά και όνειρα. Οι προοπτικές απίστευτες. Το πλοίο το καμάρωναν σε όλο τον κόσμο. Όλες οι εφημερίδες έγραφαν για ένα απίστευτο θαύμα που η ναυπηγική δεν είχε ματαδεί. Σιγά σιγά όμως στη θάλασσα άρχισε να σηκώνεται αέρας και τα κύματαν να δυναμώνουν και μετά να λυσσομανούν. Ο καιρός αγρίεψε και τα μποφόρ ανέβαιναν. Ο καιρός εξελίχθηκε σε σφοδρή καταιγίδα και τα μποφόρ ξεπέρασαν τα 10. Ο Καπετάνιος αποφάσισε ότι πρέπει για λίγο το καράβι, παρ΄ότι τεράστιο να δέσει για όσο χρειαστεί σε όποιο απάνεμο μέρος θα έβρισκε μπροστά του. Και όλοι συμφώνησαν για αυτό. Και το καράβι τελικά βρήκε και έδεσε. Έριξε τα ολοκαίνουργια σκοινιά του και οι μούτσοι το έδεσαν αμέσως. Έλα όμως που οι μούτσοι για να φανεί ότι κάνουν καλά την δουλειά τους, και για να έχουν εξασφαλισμένο το ψωμί τους είχαν συνεννοηθεί να κάνουν τέτοιους και τόσους κόμπους ώστε ούτε και ίδιοι να μη μπορούν να τους λύσουν, έτσι σκέφτηκαν πως με το καράβι δεμένο εμείς θα είμαστε πάντα απαραίτητοι, όχι ότι διαφορετικά δεν θα είμασταν, αλλά καλού κακού, κάλιο γαιδουρέδενε παρά γαιδουρογύρευε. Σκέφτηκαν λοιπόν πως ότι και να γίνει το καράβι θα παραμείνει δεμένο. Μπορεί το πάχος του σκοινιού να είναι το ένα εκατομμυριοστό του καραβιού, αλλά είναι αρκετά δυνατό ώστε να μην μπορεί το καράβι να κουνηθεί ούτε ένα πόντο. Μετά απο λίγο όμως ο καιρός δεν εκανε διακρίσεις και στο λιμάνι τα κύματα σηκώθηκαν πολύ ψηλά. Το καράβι γερό σκαρί άντεχε, όμως άρχισε να κοπανάει πάνω στην προβλήτα. Ο κίνδυνος άρχισε να εμφανίζεται μεγαλύτερος από το να ήταν ελεύθερο στα ανοικτά νερά. Και τότε ο καπετάνιος έδωσε εντολή. Λύστε τους κάβους. Οι μούτσοι του απάντησαν. Καπετάνιε είναι αδύνατον, γιατί κάτι συνέβει και τα σκοινιά δεν λύνουν. Τότε ο καπετάνιος σκέφτηκε να τα κόψει. Ομως ως καλός καπετάνιος που ήταν το συζήτησε και με τους αξιωματικούς του. Τότε κάποιοι υψηλόβαθμοι του πληρώματος φίλοι των μούτσων του είπαν "καπετάνιε είναι ντροπή να δει ο κόσμος και οι επιβάτες ότι σε καινούργιο καράβι κόβουμε τα σκοινιά από τους κάβους". Ο καπετάνιος άρχισε να προβληματίζεται. Οι αξιωματικοί άρχισαν να τσακώνονταν διότι οι μισοί υποστήριζαν ότι τα σκοινιά έπρεπε να κοπούν και οι άλλοι μισοί ότι δεν έπρεπε". Και ο καπετάνιος, ευγενικός άνθρωπος που δεν ήθελε να στεναχωρήσει κανένα σκεπτόταν. Και οι δύο πλευρές έχουν τα συν και τα πλιν. Και συνέχιζε να σκέπτεται την απόφαση που έπρεπε να πάρει. Σκέφτηκε πως έχει ευθύνη για τον κόσμο και το καράβι. Και έπρεπε να αποφασίσει αν θα έκοβε ή όχι τα σκοινιά. Μάλιστα σκέφτηκε και το περίφημο "ότι δεν λύεται κόπτεται. Η απόφαση δύσκολη. Οι επιβάτες δυσανασχετούσαν, οι αξιωματικοί τσακώνονταν, ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΚΤΥΠΟΥΣΕ ΣΥΝΕΧΩΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΛΗΤΑ. Άρχισε δε να παρουσιάζει και βουλιάγματα στα ύφαλά του. Ο κίνδυνος πλέον ορατός. Και ο καπετάνιος έπρεπε να αποφασίσει. Η κρατάει το πλοίο δεμένο με κίνδυνο να βυθιστεί στο λιμάνι ή κόβει τα σκοινιά και βγαίνει βγάζει το πέλαγος με τα πλεονεκτήματα που αυτό έχει ως στιβαρό πλοίο και παλεύει με τον καιρό. Οι δε επιβάτες και οι αξιωματικοί που φοβούνται μαζί με τους μούτσους που θέλουν σίγουρο μεροκάματο μπορούν να κατέβουν στην προβλήτα. Αυτά σκεπτόταν ο καπετάνιος και μάλλον χωρίς να είμαι μάντης, προαισθάνομαι την απόφασή του.
Το κείμενο είναι φανταστικό.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα είναι απλή σύμπτωση.
Σπύρος Καμπιώτης
Καθηγητής, πειραματικός ερευνητής, συγγραφέας
καπετάνιος ανεπανάληπτος και το καμάρι του πλοίου, το προσωπικό άψογο, οι επιβάτες όλο διάθεση, χαρά και όνειρα. Οι προοπτικές απίστευτες. Το πλοίο το καμάρωναν σε όλο τον κόσμο. Όλες οι εφημερίδες έγραφαν για ένα απίστευτο θαύμα που η ναυπηγική δεν είχε ματαδεί. Σιγά σιγά όμως στη θάλασσα άρχισε να σηκώνεται αέρας και τα κύματαν να δυναμώνουν και μετά να λυσσομανούν. Ο καιρός αγρίεψε και τα μποφόρ ανέβαιναν. Ο καιρός εξελίχθηκε σε σφοδρή καταιγίδα και τα μποφόρ ξεπέρασαν τα 10. Ο Καπετάνιος αποφάσισε ότι πρέπει για λίγο το καράβι, παρ΄ότι τεράστιο να δέσει για όσο χρειαστεί σε όποιο απάνεμο μέρος θα έβρισκε μπροστά του. Και όλοι συμφώνησαν για αυτό. Και το καράβι τελικά βρήκε και έδεσε. Έριξε τα ολοκαίνουργια σκοινιά του και οι μούτσοι το έδεσαν αμέσως. Έλα όμως που οι μούτσοι για να φανεί ότι κάνουν καλά την δουλειά τους, και για να έχουν εξασφαλισμένο το ψωμί τους είχαν συνεννοηθεί να κάνουν τέτοιους και τόσους κόμπους ώστε ούτε και ίδιοι να μη μπορούν να τους λύσουν, έτσι σκέφτηκαν πως με το καράβι δεμένο εμείς θα είμαστε πάντα απαραίτητοι, όχι ότι διαφορετικά δεν θα είμασταν, αλλά καλού κακού, κάλιο γαιδουρέδενε παρά γαιδουρογύρευε. Σκέφτηκαν λοιπόν πως ότι και να γίνει το καράβι θα παραμείνει δεμένο. Μπορεί το πάχος του σκοινιού να είναι το ένα εκατομμυριοστό του καραβιού, αλλά είναι αρκετά δυνατό ώστε να μην μπορεί το καράβι να κουνηθεί ούτε ένα πόντο. Μετά απο λίγο όμως ο καιρός δεν εκανε διακρίσεις και στο λιμάνι τα κύματα σηκώθηκαν πολύ ψηλά. Το καράβι γερό σκαρί άντεχε, όμως άρχισε να κοπανάει πάνω στην προβλήτα. Ο κίνδυνος άρχισε να εμφανίζεται μεγαλύτερος από το να ήταν ελεύθερο στα ανοικτά νερά. Και τότε ο καπετάνιος έδωσε εντολή. Λύστε τους κάβους. Οι μούτσοι του απάντησαν. Καπετάνιε είναι αδύνατον, γιατί κάτι συνέβει και τα σκοινιά δεν λύνουν. Τότε ο καπετάνιος σκέφτηκε να τα κόψει. Ομως ως καλός καπετάνιος που ήταν το συζήτησε και με τους αξιωματικούς του. Τότε κάποιοι υψηλόβαθμοι του πληρώματος φίλοι των μούτσων του είπαν "καπετάνιε είναι ντροπή να δει ο κόσμος και οι επιβάτες ότι σε καινούργιο καράβι κόβουμε τα σκοινιά από τους κάβους". Ο καπετάνιος άρχισε να προβληματίζεται. Οι αξιωματικοί άρχισαν να τσακώνονταν διότι οι μισοί υποστήριζαν ότι τα σκοινιά έπρεπε να κοπούν και οι άλλοι μισοί ότι δεν έπρεπε". Και ο καπετάνιος, ευγενικός άνθρωπος που δεν ήθελε να στεναχωρήσει κανένα σκεπτόταν. Και οι δύο πλευρές έχουν τα συν και τα πλιν. Και συνέχιζε να σκέπτεται την απόφαση που έπρεπε να πάρει. Σκέφτηκε πως έχει ευθύνη για τον κόσμο και το καράβι. Και έπρεπε να αποφασίσει αν θα έκοβε ή όχι τα σκοινιά. Μάλιστα σκέφτηκε και το περίφημο "ότι δεν λύεται κόπτεται. Η απόφαση δύσκολη. Οι επιβάτες δυσανασχετούσαν, οι αξιωματικοί τσακώνονταν, ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΚΤΥΠΟΥΣΕ ΣΥΝΕΧΩΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΛΗΤΑ. Άρχισε δε να παρουσιάζει και βουλιάγματα στα ύφαλά του. Ο κίνδυνος πλέον ορατός. Και ο καπετάνιος έπρεπε να αποφασίσει. Η κρατάει το πλοίο δεμένο με κίνδυνο να βυθιστεί στο λιμάνι ή κόβει τα σκοινιά και βγαίνει βγάζει το πέλαγος με τα πλεονεκτήματα που αυτό έχει ως στιβαρό πλοίο και παλεύει με τον καιρό. Οι δε επιβάτες και οι αξιωματικοί που φοβούνται μαζί με τους μούτσους που θέλουν σίγουρο μεροκάματο μπορούν να κατέβουν στην προβλήτα. Αυτά σκεπτόταν ο καπετάνιος και μάλλον χωρίς να είμαι μάντης, προαισθάνομαι την απόφασή του.
Το κείμενο είναι φανταστικό.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα είναι απλή σύμπτωση.
Σπύρος Καμπιώτης
Καθηγητής, πειραματικός ερευνητής, συγγραφέας