Ονομάζομαι Άννα Χατζηιωάννου. Στα είκοσι δύο μου παντρεύτηκα ένα παλικάρι που η δουλειά του ήταν ναυτικός. Στις πέντε μετά τον γάμο μας ταξίδεψε, γιατί αυτή ήταν η δουλειά του. Αφότου τελείωσε το σχολείο δούλευε στο καΐκι του πατέρα του. Στα δεκαπέντε του έβγαλε φυλλάδιο και έγινε ναυτικός πια, από τόσο δα παιδάκι.
Μετά το στρατιωτικό πήρε το κυβερνητικό και σιγά σιγά, μετά από όλες τις διαδικασίες που έπρεπε, έγινε πρακτικός πλοίαρχος. Ταξίδευε με μότορσιπ, στις αρχές μικρά και μετά μεγαλύτερα, άνω των πεντακοσίων κόρων. Στο σπίτι μας ερχόταν σαν κλέφτης. Αν ενώναμε όλες τις μέρες που ζήσαμε μαζί δεν θα φτάνανε τους τρεις μήνες.
Και τα τρία μου παιδιά τα γέννησα μόνη μου γιατί εκείνος ταξίδευε. Τα παιδιά του δεν τα είδε να μεγαλώνουν γιατί ταξίδευε. Δεν χάρηκε τα πρώτα τους λογάκια γιατί ταξίδευε. Δεν έτυχε ούτε μια φορά στα γενέθλιά τους γιατί ταξίδευε. Δεν τα είδε ποτέ να πηγαίνουν σχολείο γιατί... ταξίδευε!
Τα παιδιά το είχαν παράπονο γιατί ποτέ δεν τα πήρε από το χέρι, όπως άλλα παιδιά που έβλεπαν με τον μπαμπά τους, να τα πάει κάπου, οπουδήποτε. Και σιγά σιγά το πήραν απόφαση. Ο μπαμπάς δεν μπορεί να είναι μαζί μας, είναι ναυτικός και για να ζήσουμε πρέπει να ταξιδεύει.
Ώσπου πέρασαν τα χρόνια και ήρθε η ώρα να πάρει τη σύνταξή του, μετά από 40 χρόνια κανονική υπηρεσία, ήρθε στο σπίτι μας να τον γνωρίσουν τα παιδιά, και εμείς, παππούδες πια, να γνωριστούμε επιτέλους μεταξύ μας.
Δεχτήκαμε τη σύνταξη που μας έδωσαν και μάθαμε να πορευόμαστε με αυτήν. Μάθαμε με αυτά τα χρήματα να τακτοποιούμε τις υποχρεώσεις μας και να ζούμε. Ώσπου έφτασαν οι κύριοι «Μαζί τα φάγαμε»! Ξέρουν ότι δεν τα φάγαμε μαζί, και δεν τους νοιάζει που όλος ο κόσμος ξέρει ποιοι τα έφαγαν!
Ήρθαν λοιπόν και μας καταδίκασαν σε αργό θάνατο. Τις άδειες και τα δώρα τα βάπτισαν επιδόματα. Μας μίκρυναν τη σύνταξη. Μας έβγαλαν από το πρόγραμμά μας. Δεν μπορούμε να αντεπεξέλθουμε στις υποχρεώσεις μας. Κάθε μήνα η σύνταξη είναι όλο και πιο μικρή και πάντα με την απειλή ότι τον άλλο μήνα θα είναι μικρότερη.
Πώς αμφισβητούν εκείνη την απόφαση βάσει της οποίας συνταξιοδοτήθηκε αυτός ο άνθρωπος που τόσα χρόνια θαλασσοπνίγηκε και τους πλήρωνε με το αίμα της ψυχής του για να δικαιούται αυτή τη σύνταξη! Και τώρα έρχονται να του την αρπάξουν. Και ακόμα να του λένε πως δεν έχει δικαίωμα σε μια ανθρώπινη ιατρική περίθαλψη.
Και σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, μας ζητούν να πληρώνουμε χαράτσια και φόρους που ποτέ δεν κατάλαβα από πού τα ξετρυπώνουν. Και μετά το τέλος της χρονιάς μάς φορολογούν ως εισόδημα ακόμα και αυτά που μας άρπαξαν!
Θέλουν να μας τρελάνουν! Δεν πάει άλλο! Πρέπει πια να ξεσηκωθούμε. Ξεσηκωθείτε όλοι οι απόμαχοι ναυτικοί! Ξεσηκωθείτε επιτέλους! Τι περιμένουμε; Μας έχουν κλέψει κάθε ελπίδα για μια αξιοπρεπή ζωή. Ξεσηκωθείτε, και όχι στους δρόμους για να εκτονώνονται τα «τσιράκια» τους επάνω μας.
Υπάρχει και η νόμιμη οδός. Που θα δικαιωθούμε μόνο αν ενωθούμε. Να μας δώσουν πίσω ό,τι μας άρπαξαν. Να πάνε αλλού να βρούνε αυτά που τους λείπουν. Τους ανθρώπους που έφαγαν τη ζωή τους μέσα στα πέλαγα με κίνδυνο να μην ξαναδούνε ποτέ τα παιδιά τους να τους αφήσουν ήσυχους.
Όλα αυτά που αποφασίζονται από τους κ.κ. ιθύνοντες της πολιτείας αποδεικνύουν ότι ζούμε σε μια οικονομική χούντα, και βέβαια οι αποφάσεις τους είναι αντισυνταγματικές. Εγώ με τίποτε δεν θα δεχθώ αυτό που αυτοί θέλουν. Δηλαδή, να μας τρελάνουν και να μας οδηγήσουν στην αυτοκτονία.
Το μόνο που θα δεχτώ θα είναι να φτιάξουν ειδικούς φούρνους, να πάρουν τη συνταγή που σίγουρα θα την έχει αυτός ο «θηλυκός Χίτλερ» που διαπραγματεύονται μαζί της τις ζωές μας και να μας κάνουν σαπούνι! Τουλάχιστον να μείνουμε στην Ιστορία!
Με πλήρη απόγνωση
Άννα Χατζηιωάννου
πηγη: Το ποντικι
Μετά το στρατιωτικό πήρε το κυβερνητικό και σιγά σιγά, μετά από όλες τις διαδικασίες που έπρεπε, έγινε πρακτικός πλοίαρχος. Ταξίδευε με μότορσιπ, στις αρχές μικρά και μετά μεγαλύτερα, άνω των πεντακοσίων κόρων. Στο σπίτι μας ερχόταν σαν κλέφτης. Αν ενώναμε όλες τις μέρες που ζήσαμε μαζί δεν θα φτάνανε τους τρεις μήνες.
Και τα τρία μου παιδιά τα γέννησα μόνη μου γιατί εκείνος ταξίδευε. Τα παιδιά του δεν τα είδε να μεγαλώνουν γιατί ταξίδευε. Δεν χάρηκε τα πρώτα τους λογάκια γιατί ταξίδευε. Δεν έτυχε ούτε μια φορά στα γενέθλιά τους γιατί ταξίδευε. Δεν τα είδε ποτέ να πηγαίνουν σχολείο γιατί... ταξίδευε!
Τα παιδιά το είχαν παράπονο γιατί ποτέ δεν τα πήρε από το χέρι, όπως άλλα παιδιά που έβλεπαν με τον μπαμπά τους, να τα πάει κάπου, οπουδήποτε. Και σιγά σιγά το πήραν απόφαση. Ο μπαμπάς δεν μπορεί να είναι μαζί μας, είναι ναυτικός και για να ζήσουμε πρέπει να ταξιδεύει.
Ώσπου πέρασαν τα χρόνια και ήρθε η ώρα να πάρει τη σύνταξή του, μετά από 40 χρόνια κανονική υπηρεσία, ήρθε στο σπίτι μας να τον γνωρίσουν τα παιδιά, και εμείς, παππούδες πια, να γνωριστούμε επιτέλους μεταξύ μας.
Δεχτήκαμε τη σύνταξη που μας έδωσαν και μάθαμε να πορευόμαστε με αυτήν. Μάθαμε με αυτά τα χρήματα να τακτοποιούμε τις υποχρεώσεις μας και να ζούμε. Ώσπου έφτασαν οι κύριοι «Μαζί τα φάγαμε»! Ξέρουν ότι δεν τα φάγαμε μαζί, και δεν τους νοιάζει που όλος ο κόσμος ξέρει ποιοι τα έφαγαν!
Ήρθαν λοιπόν και μας καταδίκασαν σε αργό θάνατο. Τις άδειες και τα δώρα τα βάπτισαν επιδόματα. Μας μίκρυναν τη σύνταξη. Μας έβγαλαν από το πρόγραμμά μας. Δεν μπορούμε να αντεπεξέλθουμε στις υποχρεώσεις μας. Κάθε μήνα η σύνταξη είναι όλο και πιο μικρή και πάντα με την απειλή ότι τον άλλο μήνα θα είναι μικρότερη.
Πώς αμφισβητούν εκείνη την απόφαση βάσει της οποίας συνταξιοδοτήθηκε αυτός ο άνθρωπος που τόσα χρόνια θαλασσοπνίγηκε και τους πλήρωνε με το αίμα της ψυχής του για να δικαιούται αυτή τη σύνταξη! Και τώρα έρχονται να του την αρπάξουν. Και ακόμα να του λένε πως δεν έχει δικαίωμα σε μια ανθρώπινη ιατρική περίθαλψη.
Και σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, μας ζητούν να πληρώνουμε χαράτσια και φόρους που ποτέ δεν κατάλαβα από πού τα ξετρυπώνουν. Και μετά το τέλος της χρονιάς μάς φορολογούν ως εισόδημα ακόμα και αυτά που μας άρπαξαν!
Θέλουν να μας τρελάνουν! Δεν πάει άλλο! Πρέπει πια να ξεσηκωθούμε. Ξεσηκωθείτε όλοι οι απόμαχοι ναυτικοί! Ξεσηκωθείτε επιτέλους! Τι περιμένουμε; Μας έχουν κλέψει κάθε ελπίδα για μια αξιοπρεπή ζωή. Ξεσηκωθείτε, και όχι στους δρόμους για να εκτονώνονται τα «τσιράκια» τους επάνω μας.
Υπάρχει και η νόμιμη οδός. Που θα δικαιωθούμε μόνο αν ενωθούμε. Να μας δώσουν πίσω ό,τι μας άρπαξαν. Να πάνε αλλού να βρούνε αυτά που τους λείπουν. Τους ανθρώπους που έφαγαν τη ζωή τους μέσα στα πέλαγα με κίνδυνο να μην ξαναδούνε ποτέ τα παιδιά τους να τους αφήσουν ήσυχους.
Όλα αυτά που αποφασίζονται από τους κ.κ. ιθύνοντες της πολιτείας αποδεικνύουν ότι ζούμε σε μια οικονομική χούντα, και βέβαια οι αποφάσεις τους είναι αντισυνταγματικές. Εγώ με τίποτε δεν θα δεχθώ αυτό που αυτοί θέλουν. Δηλαδή, να μας τρελάνουν και να μας οδηγήσουν στην αυτοκτονία.
Το μόνο που θα δεχτώ θα είναι να φτιάξουν ειδικούς φούρνους, να πάρουν τη συνταγή που σίγουρα θα την έχει αυτός ο «θηλυκός Χίτλερ» που διαπραγματεύονται μαζί της τις ζωές μας και να μας κάνουν σαπούνι! Τουλάχιστον να μείνουμε στην Ιστορία!
Με πλήρη απόγνωση
Άννα Χατζηιωάννου
πηγη: Το ποντικι